100 χρόνια από την εφαρμογή του Γρηγοριανού ημερολογίου στην Ελλάδα

Μια ιστορική αναδρομή

Την 1η Μαρτίου του 2023, ημέρα Τετάρτη, συμπληρώνεται ένας αιώνας από την εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Χρειάστηκαν αιώνες για να γίνει πραγματικότητα αυτή η αλλαγή, η οποία ήταν αναγκαία, διότι το νέο ημερολόγιο (Γρηγοριανό) ήταν και είναι σαφέστατα ακριβέστερο από το παλαιό (Ιουλιανό). Ας δούμε γιατί.

Γιατί το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι ακριβέστερο του Ιουλιανού

Το έτος ορίζεται ως ο χρόνος που χρειάζεται η Γη για να διανύσει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον Ήλιο. Ο χρόνος αυτός σε ημέρες είναι περίπου 365,242189 και ορίζεται ως τροπικό έτος. Αν ήταν ακριβώς 365 ημέρες δεν θα χρειαζόμασταν τα δίσεκτα έτη. Αν ήταν ακριβώς 365,25 ημέρες, το Ιουλιανό ημερολόγιο θα μας κάλυπτε πλήρως. Γιατί; Διότι το υπόλοιπο των 0,25 ημερών που έχουμε σε κάθε περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, κάθε 4 χρόνια γίνεται ίσο με 1 ημέρα, οπότε έχουμε το δίσεκτο έτος με τις 366 ημέρες και ο Φλεβάρης έχει 29 αντί για 28 ημέρες. Το υπόλοιπο όμως, είναι 0,242189 ημέρες σε κάθε περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, επομένως αν κάνουμε την αφαίρεση 0,25-0,242189, έχουμε 0,007811 ημέρες που σημαίνει πως για να έχουμε καλύτερο ημερολόγιο θα πρέπει κάθε 400 χρόνια να αφαιρούνται 3 ημέρες (για την ακρίβεια ο αριθμός που προκύπτει είναι 3,1244), δηλαδή θα πρέπει να αφαιρείται 1 περίπου ημέρα κάθε 128 χρόνια. Αυτό προβλέπεται με το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

Eπομένως, ενώ όλα τα έτη που διαιρούνται με το 4 είναι δίσεκτα, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, τα έτη που διαιρούνται με πολλαπλάσιο του 100, εκτός από εκείνα που διαιρούνται με πολλαπλάσιο του 400, δεν είναι δίσεκτα, σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Δηλαδή τα έτη 100, 200, 300, 500, 600, 700, 900, 1000, 1100, 1300, 1400, 1500, 1700, 1800, 1900, 2100, 2200, κλπ., είναι δίσεκτα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, αλλά δεν είναι δίσεκτα με το Γρηγοριανό, ενώ τα έτη 400, 800, 1200, 1600, 2000, 2400, 2800, κλπ., είναι δίσεκτα τόσο με το Ιουλιανό όσο και με το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Η διαφορά των 2 ημερολογίων, σε αριθμό ημερών, είναι σήμερα 13 ημέρες και θα γίνει 14 το έτος 2100, διότι το έτος αυτό, όπως αναφέραμε, θα είναι δίσεκτο με το Ιουλιανό ημερολόγιο, όχι όμως με το Γρηγοριανό.

Η Δημιουργία και η εισαγωγή του Ιουλιανού ημερολογίου

Ξεκινάμε λοιπόν, την ιστορική αναδρομή για το πως οδηγηθήκαμε στην εφαρμογή του νέου Ημερολογίου (Γρηγοριανό) στην Ελληνική Κοινωνία.

Η ανάγκη της διόρθωσης και της ενοποίησης του ημερολογίου υφίσταται πάνω από δύο χιλιετηρίδες. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιούλιος Καίσαρ, αναγορευθείς Μέγας Αρχιερέας (Pontifex maximus), θέλησε να καταπαύσει τις αυθαιρεσίες και καταχρήσεις των αρχιερέων που προέρχονταν από το ατελές σεληνοηλιακό ημερολόγιο του Πομπηλίου Νουμά. Για το λόγο αυτό κάλεσε να έρθει στη Ρώμη από την Αλεξάνδρεια, όπου άκμαζε τότε η Αστρονομία, τον αστρονόμο Σωσιγένη και του ανέθεσε τη σύνταξη ενός νέου ημερολογίου, κανονικού, μονίμου, και, επομένως, ανεπίδεκτου αυθαιρέτων μεταβολών.

Ο Σωσιγένης έλαβε ως βάση του χρονολογικού συστήματος την ετήσια κίνηση του Ήλιου, δηλαδή το τροπικό έτος, χωρίς να επιδιώξει να συμβιβάσει, όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν στη Ρώμη και στην Ελλάδα, την ηλιακή κίνηση με εκείνη της Σελήνης. Πράγματι, με βάση το τροπικό έτος κανονίζονται τα έργα, ο βίος και γενικότερα η καθημερινότητα του ανθρώπου.

Οι θεωρήσεις του Σωσιγένη ήταν οι εξής:

  1. το τροπικό έτος αποτελείται από 365 ημέρες και ενός κλάσματος της ημέρας,
  2. το κοινό σε χρήση έτος, το καλούμενο πολιτικό, πρέπει, κατ’ ανάγκη, να αποτελείται μόνο από ακέραιο αριθμό ημερών, διότι διαφορετικά θα συμπίπτει το τέλος ενός έτους με την αρχή του επόμενου κατά την αυτή ημέρα και, συνεπώς, θα επέρχονται ανακρίβειες και συγχύσεις στις χρονολογίες,
  3. το πολιτικό έτος πρέπει να μη διαφέρει του τροπικού. Σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε μια σχετικά σύντομη εναλλαγή των ημερομηνιών με τα εποχιακά φαινόμενα κάτι που θα δημιουργούσε προβλήματα, για παράδειγμα, στον ιστορικό του μέλλοντος που θα προσπαθούσε να αποδώσει τα ιστορικά γεγονότα στη σωστή εποχή. Πως θα μας φαινόταν σήμερα να γνωρίζουμε ότι η Πρωτοχρονιά στο βόρειο ημισφαίριο, είναι μια χειμωνιάτικη ημέρα, αλλά μετά από χρόνια θα είναι, για το ίδιο ημισφαίριο, μια ημέρα του καλοκαιριού; Για το λόγο αυτό ο Σωσιγένης, έλαβε ως μέση διάρκεια του τροπικού έτους τις 365,25 ημέρες και όρισε σε κάθε τέσσερα διαδοχικά έτη, τα τρία πρώτα να έχουν 365 ημέρες, το δε τέταρτο έτος, επειδή πλεονάζει, ένα τέταρτο της ημέρας κάθε έτος, επομένως μια ακέραια ημέρα ανά τετραετία) να έχει 366 ημέρες (τα δίσεκτα).

Το ημερολόγιο αυτό προτεινόμενο από το Σωσιγένη, έγινε δεκτό από τον Ιούλιο Καίσαρα και εισήχθη από αυτόν, το 44 π.X., στο Ρωμαϊκό Κράτος, ονομάστηκε εκ του ονόματος του Ιουλιανό. Οι Ρωμαίοι, κυρίαρχοι τότε του κόσμου, το επέβαλαν σε όλες τις περιοχές που αυτοί διοικούσαν, εξακολούθησε δε να είναι σε χρήση σε όλη την Ευρώπη και μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγινε δεκτό από τη Χριστιανική Εκκλησία.

Η εισαγωγή του Ιουλιανού ημερολογίου δεν έφερε ούτε πλήρη ενότητα σε όλο τον κόσμο αλλά ούτε και πλήρη ακρίβεια ημερολογιακή. Πράγματι, ούτε η αρχή του έτους, ούτε η αφετηρία της μέτρησης των ετών ήταν παντού η ίδια. Ως αρχή του έτους, άλλοι ελάμβαναν την 25η Δεκεμβρίου, άλλοι την 1η Ιανουαρίου, άλλοι την 1η Μαρτίου, άλλοι την 25η Μαρτίου, άλλοι την 1η Σεπτεμβρίου, κτλ. Μόνο κατά τους τελευταίους αιώνες γενικεύθηκε ως αρχή του έτους στο χριστιανικό κόσμο η 1η Ιανουαρίου.

Οι μεν Ρωμαίοι μετρούσαν από κτίσεως της Ρώμης (753 π.X.), άλλοι από κτίσεως του κόσμου (5509 π.X., έτσι θεωρούσαν τότε) και άλλοι διαφορετικά.

Η Δημιουργία του Γρηγοριανού ημερολογίου

Για πέντε και πλέον αιώνες οι χριστιανοί δεν είχαν κοινή χριστιανική χρονολογική αρχή. Η από γεννήσεως Χριστού αρχή προτάθηκε από το μοναχό Διονύσιο το μικρό (λόγω του μικρού αναστήματος του) (περ. 470-544). Ο Διονύσιος είναι γνωστός ως ο “εφευρέτης” του Έτους του Κυρίου (Λατινικά: Anno Domini‎) (μ.Χ.), το οποίο χρησιμοποιείται για να αριθμήσει τα έτη του Γρηγοριανού ημερολογίου καθώς και του (εκχριστιανισμένου) Ιουλιανού ημερολογίου.

Ο Διονύσιος υπέθεσε, ότι ο Χριστός γεννήθηκε την 25η Δεκεμβρίου του έτους 753 της Ρώμης, το επόμενο δε έτος 754 ορίστηκε ως πρώτο έτος. Άρα και κατά το Διονύσιο το έτος αυτό δεν είναι εκείνο της γέννησης του Χριστού, επομένως το έτος της γέννησης του Χριστού δεν είναι ακριβώς γνωστό μέχρι σήμερα.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί και εορτάζει μέχρι σήμερα ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους την 1η Σεπτεμβρίου, ενώ την 1η Ιανουαρίου αναγνωρίζει μόνο ως αρχήν του πολιτικού έτους. Μέχρι το 16ο αιώνα η Εκκλησία μεταχειριζόταν την από κτίσεως κόσμου χρονολογία και εκείνη των ινδικτιώνων (η Ινδικτιών ή ίνδικτος ήταν η αστρονομική χρονική περίοδος (κύκλος) των 15 ετών. Καθιερώθηκε στα χρόνια των Ρωμαίων, για τον έγγειο φόρο, ο οποίος διατάχθηκε να υπολογίζεται κάθε δεκαπέντε χρόνια), μόνο δε από το 1728 καθιέρωσε οριστικά η Ορθόδοξη Εκκλησία την από Χριστού γεννήσεως χρονολογία. Η μεταβολή δε αυτή αποτελεί την πρώτη ημερολογιακή μεταρρύθμιση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η παρεμβολή μιας ημέρας ανά τέσσερα έτη, είναι βεβαίως απλή, αλλά όχι και ακριβής. ‘Η διάρκεια αυτή του έτους ελήφθη, κατά πάσαν πιθανότητα, για λόγους απλότητας, διότι κατά την εποχή εκείνη γνώριζαν βεβαίως, ότι το τροπικό έτος είναι βραχύτερο από 365,25 ημέρες.

Ο Αρίσταρχος και ο Ίππαρχος είχαν ορίσει το τροπικό έτος, ο μεν πρώτος κατά 10 ο δε δεύτερος κατά 5 περίπου λεπτά μικρότερο των 365,25 ημερών. Η ακριβής δε διάρκεια του τροπικού έτους κατά την εποχή εκείνη, ήταν κατά 11 λεπτά περίπου μικρότερη της από τον Ιουλιανό οριζόμενης, επομένως, με την παρεμβολή μιας ημέρας ανά τέσσερα έτη, το σφάλμα είναι μια ημέρα περίπου ανά 128 έτη.

Από τότε η εαρινή ισημερία, η οποία κατά την εποχή της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325 μ.X.) συνέβαινε την 21η Μαρτίου, βαθμηδόν απομακρυνόταν της ημερομηνίας αυτής ώστε το Πάσχα, του οποίου η ημέρα, κατ’ αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, πρέπει να υπολογίζεται με βάση την πρώτη πανσέληνο που ακολουθεί την ισημερία. Εάν ως ημέρα αυτής λαμβάνεται η 21η Μαρτίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο, θα εορτάζεται βαθμιαία βραδύτερα της κανονικής εποχής του, δηλαδή σιγά σιγά κατά μήνες ολόκληρους μετά την άνοιξη, όπως το θέρος, το φθινόπωρο κτλ., διότι και αυτοί οι μήνες θα αντιστοιχούν βαθμιαία σε διαφορετικές ώρες του έτους.

Για να γίνει όμως αισθητή η διαφορά αυτή έπρεπε να περάσουν αρκετοί αιώνες, σχεδόν 1000 περίπου χρόνια. Μόλις από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν το λάθος είχε φτάσει τις 7 ημέρες, άρχισαν να προτείνονται σχέδια διόρθωσης του ημερολογίου και κυρίως μεταβολή του κανόνα της Ιουλιανής παρεμβολής των δίσεκτων ετών. Ένας από τους πρώτους που διέκριναν το σφάλμα αυτό και υπέδειξε τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου, κατά το 14ον αιώνα, ήταν ο επιφανής Έλληνας ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς. Ο Γρηγοράς, κάτοχος της αστρονομικής επιστήμης, υπέβαλε το 1324 προς τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ τον Παλαιολόγο σχέδιο διόρθωσης του ημερολογίου.

Τον επόμενο αιώνα και ένας άλλος Έλληνας λόγιος ο Γεώργιος Πλήθων ή Γεμιστός συνέταξε νέο ημερολόγιο, το οποίο κατά τον Γάλλο ακαδημαϊκό Alexandre, ήταν τόσο ακριβές και σύμφωνο με την πραγματική κίνηση του Ηλίου, ώστε αν εφαρμοζόταν τότε, θα ήταν περιττή η Γρηγοριανή μεταρρύθμιση που ακολούθησε αργότερα. Τις κριτικές που ακολούθησαν αυτό το ημερολόγιο, τις ανακοίνωσε ο Πλήθων και στη Δυτική Ευρώπη, όταν αυτός μετέβη εκεί. Την ημερολογιακή μεταρρύθμιση του Πλήθωνα υποστήριξε αργότερα (1478) και ο Θεόδωρος Γαζής.

Είναι ειρωνεία της τύχης, γράφει ο Κρουμβάχερ, αναφερόμενος στην πρόταση του Γρηγορά, ότι ενώ από του Έλληνες προήλθε η ιδέα της μεταρρύθμισης του ημερολογίου, μετά την πραγματοποίηση αυτής από τον Πάπα Γρηγόριο, δεν την αποδέχτηκαν.

Οι ενέργειες και οι προτάσεις που έγιναν για τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου ήταν πολύ περισσότερες κατά τον 15ον αιώνα. Ασχολήθηκαν σοβαρά ο Πάπας Κλήμης Δ’ και στη συνέχεια ο Πάπας Σίξτος Δ’. Έγιναν διάφοροι Σύνοδοι, στην Κωνσταντινούπολη (1417), στη Βασιλεία (1437-9), στο Λατερανό (1513) και στο Τριδέντο (1563). Πολλοί διάσημοι επιστήμονες, κληρικοί και λόγιοι, όπως ο Κοπέρνικος, ο Ρεγιομοντάνος (Regiomontanus) και άλλοι, ασχολήθηκαν με σοβαρότητα με το συγκεκριμένο ζήτημα. Κατά τον 16ον αιώνα, η Σύνοδος του Λατερανού προκάλεσε, άνευ όμως αποτελέσματος, γενική έρευνα σε όλον το Χριστιανικό κόσμο. Ζητήθηκε η γνώμη του επί της ανάγκης της διόρθωσης του ημερολογίου. Τελικά η Σύνοδος του Τριδέντο (1563) έλαβε οριστική απόφαση επί της διόρθωσης και ανέθεσε στον τότε Πάπα, τον Πίο Ε’ να εκτελέσει την ημερολογιακή μεταρρύθμιση, την οποία όμως πραγματοποίησε λίγο αργότερα, το 1582, ο διάδοχος αυτού ο Γρηγόριος ΙΓ’.

Η επίσημη διακήρυξη που διατάχθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ' το 1582, με την οποία αναμόρφωσε το Ιουλιανό (παλιό) ημερολόγιο. Αυτή η σελίδα ήταν μέρος ενός βιβλίου, που γράφτηκε στα λατινικά και δημοσιεύτηκε το 1603, εξηγώντας την έννοια του Γρηγοριανού ημερολογίου που είχε θεσπιστεί από τον Πάπα. Μέχρι τη χρονιά που δημοσιεύθηκε το βιβλίο μεγάλο μέρος της Καθολικής Ευρώπης είχε ήδη υιοθετήσει το νέο ημερολόγιο.

Η επίσημη διακήρυξη που διατάχθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ το 1582, με την οποία αναμόρφωσε το Ιουλιανό (παλιό) ημερολόγιο. Αυτή η σελίδα ήταν μέρος ενός βιβλίου, που γράφτηκε στα λατινικά και δημοσιεύτηκε το 1603, εξηγώντας την έννοια του Γρηγοριανού ημερολογίου που είχε θεσπιστεί από τον Πάπα. Μέχρι τη χρονιά που δημοσιεύθηκε το βιβλίο μεγάλο μέρος της Καθολικής Ευρώπης είχε ήδη υιοθετήσει το νέο ημερολόγιο. (Πηγή: Encyclopedia Virginia)

Με τη γρηγοριανή μεταρρύθμιση προστέθηκαν δέκα ημέρες στην ημερομηνία, διορθώθηκε επιπλέον και ο κανόνας της παρεμβολής των δίσεκτων ετών, με την αφαίρεση των πλεοναζόντων ημερών του Ιουλιανού ημερολογίου, δηλαδή μιας ημέρας ανά 128 έτη η τριών ανά τέσσερις αιώνες. Ο διορθωθείς κανόνας δεν είναι βεβαίως εντελώς ακριβής, είναι όμως επαρκής για μια μακρά σειρά αιώνων. Ζητήθηκε τότε από τον Πάπα να μονιμοποιηθεί η εορτή του Πάσχα σε ορισμένη ημέρα του έτους, ανεξαρτήτως της Κυριακής και της Σελήνης (της Πανσελήνου), αλλά ο Γρηγόριος ΙΓ’ δεν συναίνεσε να γίνει εκτελεστή η μεταβολή αυτή.

Η γρηγοριανή μεταρρύθμιση, ξεκίνησε επομένως από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, χωρίς να έχει προηγηθεί γενική συνεννόηση και συναίνεση με τις υπόλοιπες Χριστιανικές Εκκλησίες, δημιουργώντας πολλές και σοβαρές πανταχού του Χριστιανικού κόσμου διαμαρτυρίες. Θεωρήθηκε σαν μια αυθαίρετη πράξη του Πάπα, ενέχουσα την αξίωση υποταγής των υπολοίπων στην Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις, αμέσως μετά την ανακοίνωση της, από πολλούς καθολικούς, ορθόδοξους και διαμαρτυρόμενους λόγιους, οι οποίοι συνέστησαν τη μη αποδοχή αυτής. Εν τούτοις, βαθμιαία, αλλά όχι άνευ αντιδράσεων, εισήχθη, εντός πενταετίας περίπου, σε όλα τα Καθολικά Κράτη.

Στα έθνη που ο κόσμος ήταν Χριστιανοί Διαμαρτυρόμενοι οι αντιδράσεις εξακολούθησαν επί μακρόν. Χρειάστηκαν περίπου δυο αιώνες και μετά από πολλούς αγώνες και μεγάλες προσπάθειες από το Βατικανό, μέχρις ότου, γίνει αποδεκτή από όλους τους Διαμαρτυρόμενους. «Προτιμάμε, έλεγαν αυτοί, να μην είμαστε σύμφωνοι μετά του Ηλίου, παρά να είμαστε σύμφωνοι μετά της Ρώμης».

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχθηκε από την αρχή τη Γρηγοριανή μεταρρύθμιση. Αντίθετα απέκρουσε αυτή με απόλυτο και έντονο τρόπο, παρόλες τις σχετικές ενέργειες και τα δώρα που προσέφερε ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’. Διάφοροι Σύνοδοι, πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, το 1582, το 1587, το 1598, και απέρριψαν τη μεταρρύθμιση ως επισφαλή και πρόξενον πολλών σκανδάλων και κινδύνων στην Χριστιανική Εκκλησία. Η θέληση του Πάπα ήταν όμως αδύνατο να επιβληθεί διά της πίεσης της «Αρχής» και οι σχετικές ενέργειες απέτυχαν εντελώς. Κατά το Μάρτιο του 1585, οι Κρήτες απείλησαν, ότι θα επαναστατήσουν, εάν εβιάζοντο να δεχθούν το νέο ημερολόγιο. Όμοια στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλλονιά και στην Κέρκυρα, οι Έλληνες απέκρουσαν ζωηρά τη μεταρρύθμιση. Η Βενετία βλέπουσα ότι το ζήτημα αυτό προκαλούσε ταραχές στις ελληνικές περιοχές, ανακοίνωσε στον αντιπρόσωπο της στη Ρώμη, ότι χωρίς τη συναίνεση του Πατριάρχου Κωνσταντινούπολης δεν είναι δυνατόν οι Έλληνες να δεχθούν το νέο ημερολόγιο! Το επόμενο έτος μάλιστα ο Πάπας Σίξτος αναγκάσθηκε να επιτρέψει, οι Καθολικοί της Κέρκυρας όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού να τηρούν το παλαιό ημερολόγιο, το οποίο διατηρήθηκε εκεί για πολλά χρόνια.

Η Ανατολική Εκκλησία θεωρούσε πως είχε σοβαρούς λόγους για την απόρριψη της Γρηγοριανής Μεταρρύθμισης. Αφενός ο τρόπος που αυτή έγινε από τον Πάπα, ενήργησε δηλαδή αυτοβούλως, αξιώνοντας υποταγή των υπολοίπων από τη Ρώμη. Αφετέρου ο βάσιμος λόγος της χρησιμοποίησης του νέου ημερολογίου προς παραπλάνηση και προσηλυτισμό των ορθοδόξων της Ανατολής, υπαγόρευε την συγκεκριμένη αμυντική στάση. Προφανώς, η μεταρρύθμιση αυτή προτάθηκε για λόγους καθαρά εκκλησιαστικούς και επιστημονικούς, χρησιμοποιήθηκε δυστυχώς από την αρχή ως επικίνδυνο και επιβλαβές προσηλυτιστικό μέσο και εν γένει προς επιτυχία αυτών των προθέσεων από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ο Γάλλος πρέσβης De Maisse, βρισκόμενος στη Βενετία, έγραφε προς τον βασιλέα της Γαλλίας Ερρίκο Γ’, ότι ο Πάπας διά του μέσου τούτου προσπαθεί να λάβει παρά του Πατριάρχου την αναγνώριση ταύτη καθ’ υποταγή από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, και να χρησιμοποιήσει αυτή, όταν παραστεί ανάγκη. Αλλά και για προσηλυτιστικούς σκοπούς, δυστυχώς, πολλές φορές γινόταν χρήση του νέου ημερολογίου, τόσο παρά του υπόδουλου Ελληνισμού, όσο και στη Ρωσία και αλλού, τέσσερα δε εκατομμύρια ορθόδοξων Ρώσων υπετάγησαν, διά της Ουνίας (η λέξη Ουνία είναι Πολωνική και σημαίνει ένωση) υπό τον Πάπα και η Ορθόδοξη Εκκλησία της μεσημβρινής Ρωσίας καταργήθηκε, επανιδρυθείσα αργότερα, κατά τον 17ον αιώνα, με προσπάθειες του Πατριάρχου  Ιεροσολύμων Θεοφάνους Α’. Αλλά εκτός από τους ανωτέρους διοικητικούς λόγους, η Ορθόδοξη Εκκλησία θεώρησε, όπως αποφάνθηκε και η κατά το 1593 συνελθούσα στην Κωνσταντινούπολη Σύνοδος και όπως έγραψε και ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιερεμίας Β’, ότι το νέο ημερολόγιο αντέβαινε στους κανόνες και στις διατάξεις σχετικά με την εορτή του Πάσχα, η οποία θεσπίστηκε από Οικουμενικές Συνόδους. Επομένως, σύμφωνα με αυτόν, δεν είχε το δικαίωμα, ο Πάπας από μόνος του να τροποποιήσει τα παραπάνω και ούτε να φέρει την τάξη υπεράνω των Οικουμενικών Συνόδων.

Όλες οι ενέργειες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας προς ενοποίηση του ημερολογίου δεν απέδωσαν από το 16ο αιώνα και για πολλά χρόνια από τις συνεχείς αντιρρήσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιούσε η τελευταία, ήταν ότι το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι βεβαίως αστρονομικώς ακριβέστερο του Ιουλιανού, αλλά είναι και αυτό, όπως και τα υπόλοιπα, επίσης ελαττωματικό. Οπότε το επιχείρημα ήταν ότι δεν έχει πρακτικά αξία να καταργηθεί το υπάρχον ημερολόγιο με ένα που επίσης είναι ελαττωματικό και το οποίο θα κληθούν οι λαοί να εγκαταλείψουν αργότερα.

Φάνηκε λοιπόν στην πορεία ότι το νέο ημερολόγιο που χρησιμοποιήθηκε από καθολικούς και διαμαρτυρόμενους, θα έπρεπε να αντικατασταθεί, από τη στιγμή μάλιστα που το ημερολόγιο αυτό χαρακτηριζόταν σαν «ελαττωματικό» και η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήθελε να το αποδεχθεί.

Πράγματι, από το τέλος του 18ου αιώνα, εκτός από το δημοκρατικό ημερολόγιο που χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία μετά τη Γαλλική επανάσταση για 12 περίπου χρόνια (1793-1805) και το οποίο αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό ημερολόγιο, προτάθηκαν πολλά άλλα νέα ημερολόγια.

Αναφέρουμε μερικά: Το 1837, ο Ιταλός ιερέας Mastrofini πρότεινε σχέδιο ημερολογίου, κατά το οποίο το έτος θα αποτελείται από 52 ακέραιες εβδομάδες μετά μιας η δυο (τα δίσεκτα) ημερών εκτός εβδομάδος και άνευ ημερομηνίας. Λίγο αργότερα ο Ωγκύστ Κοντ (Auguste Comte) πρότεινε άλλο σχέδιο, κατά το οποίο το έτος διαιρείται σε 13 μήνες των 4 ακέραιων εβδομάδων ο κάθε ένας και μετά μιας ή δυο (τα δίσεκτα) ημερών επίσης, εκτός εβδομάδας και άνευ ημερομηνίας. Το 1863, ο Ρώσος αστρονόμος Madler, ενθουσιασμένος από την ιδέα της προσχώρησης όλων συγχρόνως των λαών σε ένα νέο ημερολόγιο, πρότεινε να διορθωθεί και το Γρηγοριανό ημερολόγιο, αφαιρουμένης μιας ημέρας ανά 128 έτη (αντί των τριών ανά 400) και να μονιμοποιηθεί η εορτή του Πάσχα, π.χ. την 1ην ή τη 2η Κυριακή του Απριλίου. Την ίδια αρχή ακολούθησε και η κατά το 1896 γενομένη πρόταση του Γερμανού αστρονόμου Forster, ώστε, υποστηριζόμενος υπό των επιστημονικών και εκκλησιαστικών σωματείων της Γερμανίας και των διαμαρτυρομένων Εκκλησιών, απηύθυνε τότε προς διάφορες επιστημονικές, εκκλησιαστικές και πολιτικές προσωπικότητες εγκύκλιο, διά της οποίας πρότεινε τη μονιμοποίηση του Πάσχα την 1ην ή την 3ην Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία και τη μεταβολή των τελευταίων ημερών των μηνών, καθώς και της πρόσθετης ημέρας των δίσεκτων στο τέλος του έτους.

Μεταξύ των πολλών απαντήσεων, οι οποίες δόθηκαν στην εγκύκλιο αυτή, αξία ιδιαίτερης μνείας είναι εκείνη του Καρδιναλίου Rampolla, ως αντιπρόσωπου του τότε Πάπα Λέοντος ΙΓ’ : «Η Αγία Έδρα, οφείλει να αποφύγει οποιοδήποτε κίνδυνο εισαγωγής στο Χριστιανισμό μεγαλύτερων διαιρέσεων, που μπορεί να φέρει μια νέα μεταβολή. Εν τούτοις εάν γίνει κατορθωτό να απομακρυνθεί ο κίνδυνος αυτός και να ζητηθεί παγκοσμίως η σχετική μονιμοποίηση της εορτής του Πάσχα, η πρωτοβουλία αυτή της μεταρρύθμισης θα ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη από την Αγία Έδρα, κυρίως σε Γενική Σύνοδο». Η απάντηση αυτή της Ρωμαϊκής Εκκλησίας δεικνύει, ότι το σφάλμα του Γρηγορίου ΙΓ’ ορθώς απέφυγε να επαναλάβει ο επιφανής Πάπας Λέων ΙΓ’.

Η Εφαρμογή του Γρηγοριανού ημερολογίου στην Ελλάδα το 1923

Στα τέλη του 19ου αιώνα, η ανάγκη της μεταρρύθμισης και κυρίως της ενότητας του ημερολογίου, καθίστατο αισθητή και στους λαούς που ακολουθούσαν το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα και εξέφρασαν όλοι την επιθυμία ώστε στις αρχές του 20ου αιώνα η ενοποίηση να γίνει πραγματικότητα. Η πρόοδος του εμπορίου και των συγκοινωνιών υπαγόρευε την εξάλειψη των διπλών μέτρων και σταθμών. Διπλές εορτές, διπλές διακοπές μαθημάτων και διπλές παύσεις εργασιών, δημιουργούν δυσχέρειες στην επιστήμη, στο εμπόριο και τη βιομηχανία. Σχετικά νομοσχέδια συντάχθηκαν και υποβλήθηκαν στις Βουλές του Βουκουρεστίου και της Σόφιας. Στη Ρωσία με εντολή του Τσάρου, ορίσθηκε εθνική επιτροπή υπό την Ακαδημία των επιστημών της προς μελέτη του ζητήματος και δημοσιεύθηκε σχέδιο (Glazenapp) ημιεπισήμου χαρακτήρα από άλλη επιτροπή, στην οποία μετείχαν και αντιπρόσωποι της Ιεράς Συνόδου και του Κράτους.

Έγιναν συζητήσεις, στις οποίες συμμετείχαν ο Πατριάρχης, ο πρεσβευτής της Ελλάδας, ο Ν. Μαυροκορδάτος και ο Δημήτρης Αιγινήτης και σε όλο τον κόσμο που ακολουθούσε την Ορθόδοξη Πίστη ο Τύπος έγραψε σειρά άρθρων για την ανάγκη της ενοποίησης του ημερολογίου.

Μεγάλη σπουδαιότητα και σημασία υπέρ της ημερολογιακής μεταρρύθμισης, έχουν οι προσπάθειες και οι ενέργειες που επέδειξαν οι Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης Νεόφυτος Η’, Άνθιμος Ζ’, Κωνσταντίνος Ε’, Ιωακείμ Γ’ κλπ. Ο Ιωακείμ Γ’ απέστειλε και εγκύκλιο το 1902 προς όλες τις Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, στην οποία έγραφε ότι είναι αναγκαία και επιβεβλημένη η μεταρρύθμιση του ημερολογίου για επιστημονικούς και θρησκευτικούς λόγους.

Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες απάντησαν, άλλες με απόλυτη άρνηση, ενώ άλλες αποδέχτηκαν ότι πρέπει να γίνει μεταρρύθμιση. Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων αναγνώρισε την ανάγκη της μεταρρύθμισης και ενοποίησης του ημερολογίου.

Και στην Ελλάδα, το ζήτημα της ενοποίησης του ημερολογίου τέθηκε πολλές φορές τόσο στον τύπο όσο και στη Βουλή των Ελλήνων αλλά προσέκρουε σε σοβαρές αντιρρήσεις από διάφορους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς κύκλους. Όλες οι προσπάθειες δεν οδηγούσαν σε επίλυση του ζητήματος και λόγω και της πολυπλοκότητας του θέματος η απογοήτευση οδηγούσε στη συνεχή αναβολή της συζήτησης του.

Το Δεκέμβριο του 1918, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής του Αστεροσκοπείου Αθηνών, Δημήτρης Αιγινήτης, αντιλαμβανόμενος: α) ότι οι δυσχέρειες για την ενοποίηση του ημερολογίου είχαν ξεπεραστεί, β) προέκυπταν μετά το τέλος του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου σημαντικοί και εθνικοί λόγοι, πρότεινε τη διόρθωση του ημερολογίου.

Πράγματι η αντίσταση της Ρωσίας δεν υφίστατο πλέον διότι η ίδια είχε ήδη εισαγάγει το νέο ημερολόγιο, ενώ από τα υπόλοιπα Ορθόδοξα Κράτη, η μεν Σερβία είχε ήδη προβεί στη μεταρρύθμιση του ημερολογίου, ως συνέπεια ρητής διάταξης της συνθήκης της Κέρκυρας, διά της οποίας ιδρύθηκε το Βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβάκων, η δε Ρουμανία είχε ήδη υποβάλει στη Βουλή της νομοσχέδιο περί αυτής της μεταρρύθμισης. Στη Βουλγαρία είχε εισαχθεί αρκετά χρόνια πριν το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Οι φόβοι προσηλυτισμού των ορθόδοξων του υπόδουλου Ελληνισμού, μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την επικείμενη ολοκληρωτική αυτού απελευθέρωση, είχαν εκλείψει εντελώς. Ουδείς δε άλλος σοβαρός εκκλησιαστικός λόγος υπήρχε πλέον για τη μεταβολή του ημερολογίου.

Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων και η ημετέρα Ιερά Σύνοδος, αλλά και το Πανορθόδοξο Συνέδριο της Κωνσταντινούπολης το 1923, υποστήριξαν ότι η μεταβολή του ημερολογίου και η αναθεώρηση του Πασχαλίου θέματος δεν προσκρούει ούτε σε δόγμα της ημετέρας Εκκλησίας ούτε σε διατάξεις των Κανόνων αυτής. Η άλλοτε διατυπωθείσα γνώμη, ότι η Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια (325), όρισε ως ημερομηνία της εαρινής ισημερίας προς υπολογισμό της ημέρας του Πάσχα την 21η Μαρτίου κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο, και, επομένως, ότι η ημερομηνία αυτή δεν είναι δυνατό να μεταβληθεί άνευ απόφασης νέας Οικουμενικής Συνόδου, ήταν τελείως αστήρικτη. Το αντίθετο μάλιστα, το κείμενο της σχετικής απόφασης της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, όχι μόνο δεν απαγορεύει αλλά αντίθετα επιβάλλει τη διόρθωση αυτού. Πράγματι, από την απόφαση συνάγεται, ότι η Σύνοδος αυτή δεν όρισε μια τέτοια ημερομηνία ούτε εισήλθε, ούτε ήταν δυνατό να εισέλθει, σε πολύπλοκους αστρονομικούς υπολογισμούς και σχετικές λεπτομέρειες για τον καθορισμό του Πάσχα αλλά με αφορμή των μέχρι τότε διχογνωμιών στις διάφορες εκκλησίες, διέταξε απλώς:

  1. όπως το Πάσχα να εορτάζεται συγχρόνως από όλους τους Χριστιανούς,
  2. να μην εορτάζεται ταυτόχρονα με το Πάσχα των Ιουδαίων και
  3. να εορτάζεται την ίδια ημέρα και στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Το τελευταίο συνάγεται και από τη σχετική επιστολή, την οποία απηύθυνε η Σύνοδος της Νίκαιας προς την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Αλλά η Σύνοδος ανέθεσε στην Εκκλησία αυτή τον ορισμό του Πάσχα, προφανώς, διότι εκεί ήκμαζε τότε η Αστρονομία και επομένως εκεί θα ορίζετο με τη δέουσα ακρίβεια.

Επομένως, η Σύνοδος της Νίκαιας διατάσσει να είναι το εκκλησιαστικό ημερολόγιο σύμφωνο με τα πραγματικά φαινόμενα του ουρανού και επομένως, όχι μόνο δεν απαγορεύει, αλλά το αντίθετο, επιβάλλει τη διόρθωση του ημετέρου ημερολογίου σύμφωνα με τα πορίσματα που προκύπτουν από τις αστρονομικές παρατηρήσεις. Άρα, εμμένουσα η Εκκλησία μας στο Ιουλιανό ημερολόγιο και εορτάζουσα εσφαλμένως το Πάσχα, παρέβαινε ρητώς, εντολές της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.

Από τη στιγμή λοιπόν που ήταν ξεκάθαρο ότι η εμμονή για τη διατήρηση του παλαιού ημερολογίου ήταν αδικαιολόγητη και αντιεπιστημονική, αλλά και αντίθετη προς τις διατάξεις της Εκκλησίας, υποβλήθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση σχετικό υπόμνημα, το Δεκέμβριο του 1918, στο οποίο αναφέρονταν τα εξής:

  1. την προσθήκη στην ημερομηνία του πολιτικού ημερολογίου 13 ημερών, αφήνοντας τις ημερομηνίες των εορτών άθικτες, μέχρι τη σύμφωνη απόφαση της Εκκλησίας και
  2. την εισαγωγή στην Ελλάδα του Διεθνούς συστήματος των μέτρων και σταθμών.

Το υπόμνημα διαβιβάστηκε στο υπουργείο Παιδείας και στην Ιερά Σύνοδο της Ελλάδας. Η Σύνοδος διόρισε για το λόγο αυτό επιτροπή, αποτελούμενη εκ του Σεβ. Επισκόπου Δημητριάδος κ. Γερμανού, ως Προέδρου, του Σεβ. Ναυπακτίας κ. Αμβροσίου, του τότε Αρχιμανδρίτη κ. Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, του Καθ. κ. Έμ. Ζολώτα και του Καθ. Δημ. Αιγινήτου. Η επιτροπή αυτή, μετά από επισταμένη μελέτη του ζητήματος, εψήφισε, κατά την τελευταία συνεδρία αυτής στις 6 Μαρτίου 1919, ομόφωνα (πλην μόνου του κ. Ζολώτα) την εξής πρόταση: «Η Επιτροπή φρονεί, ότι η μεταβολή του Ιουλιανού ημερολογίου, μη προσκρούσα σε δογματικούς και κανονικούς λόγους, δύναται να γίνει σε συνεννόηση μετά πασών των λοιπών ορθοδόξων αυτοκέφαλων Εκκλησιών και ιδίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπό τον όρο τη μη προσχώρηση στο Γρηγοριανό ημερολόγιο, αλλά τη σύνταξη νέου ημερολογίου κλπ.».

Η Ιερά Σύνοδος, έλαβε υπόψιν το υπόμνημα της επιτροπής μετά τη σχετική πρόταση, ως και έγγραφο του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, υποδεικνύοντας στο Υπουργείο Παιδείας την ανάγκη της επίλυσης του ζητήματος του ημερολογίου, προς αποφυγή των εξ αυτού ζημιών και ανωμαλιών, στη συνεδρία αυτής στις 20 Μαΐου 1919, αποδέχθηκε παμψηφεί τη γνώμη της επιτροπής μετά της προσθήκης, ότι: «εάν η Πολιτεία, μη ελπίζουσα ταχεία αποπεράτωση του νέου ημερολογίου, αισθανόμενη δε αυξάνουσας τας σχετικάς δυσχερείας, έφ’ όσο και όμορα κράτη εδέχθησαν το Γρηγοριανό ημερολόγιο, νομίζει, ότι δεν δύναται να παραμείνει στο σήμερον υφιστάμενο ημερολογιακό καθεστώς, είναι ελευθέρα να δεχθεί το Γρηγοριανό, ως ευρωπαϊκό ημερολόγιο, της Εκκλησίας κρατούσης, μέχρι του νέου επιστημονικού ημερολογίου, του Ιουλιανού». Η γνώμη αυτή της Ιεράς Συνόδου και το υπόμνημα της επιτροπής, ζητηθέντα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, απεστάλησαν εκεί αμέσως μετά.

Η Ελληνική Κυβέρνηση, έλαβε γνώση της απόφασης αυτής, η οποία έδινε σε αυτή πλήρη ελευθερία να προβεί άμεσα στην ενοποίηση του ημερολογίου, άνευ κινδύνου εκκλησιαστικής αντίδρασης, ότι η απόφαση δηλαδή μπορεί να εμπνεύσει την εσφαλμένη ιδέα στο λαό, ότι, θίγουσα το ημερολόγιο, έθιγε και τη θρησκεία. Διόρισε επιτροπή, για να συντάξει το σχετικό νομοσχέδιο. Αλλά, ως συνέπεια της επελθούσας τότε πολιτικής μεταβολής, ματαιώθηκε η πραγματοποίηση της απόφασης αυτής.

Τελικά όμως, δεν καθυστέρησε η εκτέλεση της απόφασης αυτής. Διά Βασιλικού Διατάγματος, που εκδόθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1923 (παλαιό ημερολόγιο) από την κυβέρνηση Γονατά, αντικαταστάθηκε το από δυο περίπου χιλιετηρίδων ισχύον στην Ελλάδα Ιουλιανό ημερολόγιο από το πολιτικό, καθώς έγινε δεκτή η μετά του Γρηγοριανού χρονολογία από της 16 Φεβρουαρίου 1923, η οποία ονομάστηκε 1 Μαρτίου 1923, χωρίς καμιά μεταβολή των εορτών της Εκκλησίας.

Αλλά η χρήση διπλού ημερολογίου, δηλαδή άλλου από την Εκκλησία και άλλου από την Πολιτεία, χωρίς σοβαρό λόγο, δυσχέραινε την κοινωνική ζωή και ευτυχώς δε κράτησε για πολύ.

Μετά από λίγο καιρό, και η Εκκλησία της Ελλάδας, μετά από ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας, κατόπιν εκτός των άλλων και εισήγησης του Δημητρίου Αιγινήτου, στις συνεδριάσεις που έγιναν στις 18 Απριλίου και 27 Δεκεμβρίου του 1923, μη επιθυμούσα να παραμείνει μακριά από την επιστήμη και την αλήθεια, γνωρίζοντας ότι αν παρέμενε στο ισχύον εκκλησιαστικό ημερολόγιο, το οποίο ήταν προφανώς εσφαλμένο, θα ήταν και διαφορετικό από το αντίστοιχο του Κράτους, κανόνισε ώστε να ονομαστεί η 10η Μαρτίου του 1924 σε 23η Μαρτίου 1924. Μόνο η εορτή του Πάσχα και οι εξαρτώμενες από αυτό κινητές εορτές διατηρήθηκαν. Ο ίδιος ο Δημήτρης Αιγινίτης αναφέρει επίσης: «και παραμένουν προσωρινά αμετάβλητες», κάτι που σημαίνει πως ήταν σίγουρος πως οι καλές σχέσεις που υπήρχαν τότε μεταξύ πολιτείας, επιστημονικών φορέων και εκκλησίας θα οδηγούσε σε ένα νέο ημερολογιακό προσδιορισμό για το Πάσχα και ίσως αλλαγής προσδιορισμού των εξαρτώμενων από αυτό κινητών εορτών. Κάτι που φυσικά δεν έγινε.

Η απόφαση αυτή της Εκκλησίας της Ελλάδας υπήρξε σύμφωνη και προς το σχετικό ψήφισμα του Πανορθόδοξου Συνεδρίου, υπό την Προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου, στην Κωνσταντινούπολη, το Μάιο του 1923, το οποίο αναγνώρισε, ότι η άρση της διαφοράς μεταξύ πολιτικού και θρησκευτικού ημερολογίου είναι αναπόφευκτη ανάγκη, και ότι ουδέν κανονικό κώλυμα υπάρχει με τη διόρθωση του ισχύοντος εκκλησιαστικού ημερολογίου κατά τα δεδομένα της αστρονομικής επιστήμης, αποφάσισε ομόφωνα τη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου με την απάλειψη 13 ημερών από αυτό.

Αυτή αποτελεί εν συντομία η ιστορία περί της ρύθμισης του ημερολογίου από την αρχαιότητα μέχρι τον 20ο αιώνα. Ειδικά στις αρχές του 20ου αιώνα το θέμα αυτό έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Επιστήμονες, Επιστημονικές Εταιρείες, Επιμελητήρια, Εμπορικοί Σύλλογοι, Ακαδημίες και άλλοι Οργανισμοί, ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο ζήτημα, και διάφορα Συνέδρια επανειλημμένα αξίωσαν, για θεωρητικούς και πρακτικούς λόγους, την άμεση μεταρρύθμιση ή αντικατάσταση του ημερολογίου, όπως η κατά το 1900 συνελθούσα Ευαγγελική Σύνοδος του Eisenach, το κατά το 1908 συνελθόν στην Πράγα Διεθνές Συνέδριο των Εμπορικών Επιμελητηρίων, το κατά το 1910 συνελθόν στο Λονδίνο Διεθνές Συνέδριο των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, στο οποίο αντιπροσωπεύθηκαν 25 Κυβερνήσεις και 200 περίπου Επιμελητήρια και Σύλλογοι από ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, στη Βοστώνη το έτος 1912, κατά το οποίο αντιπροσωπεύθηκαν 47 Κράτη διά 891 αντιπροσώπων και κατόπιν πάλι στο Παρίσι το 1914, στη Ρώμη το 1923, και στις Βρυξέλλες το 1925 συνελθόντα όμοια Διεθνή Συνέδρια, το Πανορθόδοξον Συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη το 1923, ειδικό Συνέδριο το 1914 για τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου, στο οποίο έλαβαν μέρος αστρονόμοι και άλλοι διάφοροι επιστήμονες, έμποροι, βιομήχανοι και υψηλές προσωπικότητες της εκκλησίας από διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, στις Βρυξέλλες το 1919 και στη Ρώμη το 1922 τα συνέδρια της Διεθνούς Αστρονομικής Ένωσης, στο Λονδίνο το 1921 το Διεθνές συνέδριο των Εμπορικών Επιμελητηρίων και στη Μαδρίτη το Διεθνές Συνέδριο της Γεωδαιτικής και Γεωφυσικής Ένωσης. Το 1911, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο του Ελβετικού Κράτους απηύθυνε επίσημη πρόταση στις διάφορες δυνάμεις για να συνέλθουν σε Διεθνές Συνέδριο στη Βέρνη για τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου, ενώ λίγο αργότερα υπεβλήθη στην Αγγλική Βουλή των Κοινοτήτων σχέδιο νέου ημερολογίου. Η Βουλή των Λόρδων, το 1921, υπόβαλε νομοσχέδιο για τη μονιμοποίηση του Πάσχα τη Δεύτερη Κυριακή του Απριλίου, συζήτησε το ζήτημα και επεφόρτισε τη Βρετανική Κυβέρνηση να συνεννοηθεί με τις αρμόδιες Αρχές και Εκκλησίες.

Το 1917, ο υπέρ της Κοινωνίας των Εθνών Σύνδεσμος (Ligue) ανέγραψε στο πρόγραμμα αυτού και το ζήτημα της μεταρρύθμισης του ημερολογίου.

Επίλογος

Κάπου εδώ κλείνουμε την ιστορική αναδρομή. Είδαμε στην αρχή πως κάθε 400 χρόνια θα πρέπει να αφαιρούμε 3 ημέρες για να έχουμε καλύτερο ημερολόγιο (Γρηγοριανό). Είδαμε επίσης πως από τους υπολογισμούς προκύπτει ακριβέστερα 3,1244 ημέρες. Αυτό σημαίνει πως κάθε 3215 χρόνια θα πρέπει να προστεθεί άλλη μια ημέρα στο υπάρχον ημερολόγιο για μεγαλύτερη ακρίβεια. Το ζήτημα αυτό θα απασχολήσει την ανθρωπότητα στο μέλλον.

Το ζήτημα των ημερολογίων είναι ανοικτό. Η διόρθωση τους, όταν αυτή χρειάζεται, δεν πρέπει να σκαλώνει σε στερεότυπα που δημιουργούν σύγχυση. Με τα σύγχρονα όργανα μέτρησης του χρόνου, τα οποία τελειοποιούνται συνεχώς, είναι αναμενόμενο πως θα πρέπει να επανέρχεται κατά καιρούς το θέμα διόρθωσης του χρόνου, αλλά και κάπως σπανιότερα, για τα σημερινά δεδομένα, το ημερολογιακό ζήτημα. Θα πρέπει η ανθρωπότητα να ξεκαθαρίσει και να ξεχωρίσει πλήρως, τον προσδιορισμό του χρόνου και την εφαρμογή του στην καθημερινότητα του ανθρώπου, από θρησκευτικές ή άλλες αντιπαραθέσεις. Ας είμαστε αισιόδοξοι.

 


Βιβλιογραφία

  • Δημητρίου Αιγινήτου, «Η μεταρρύθμιση του ημερολογίου στην Κοινωνία των Εθνών», Ακαδημία Αθηνών, Πρακτικά του Έτους 1927, Τόμος 2ος, Γραφείο Δημοσιευμάτων Ακαδημίας Αθηνών, σελ. 57, Αθήνα, 1927.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Skip to content