Σεισμός στο Νεπάλ προκαλεί για πρώτη φορά μη-ηφαιστειακές εκπομπές CO2 και υδροθερμικές διαταραχές
Έχει αποδειχθεί ότι η αλληλεπίδραση σεισμών και ρευστών μέσα στο φλοιό της Γης μεταβάλλει σημαντικά την περατότητα του φλοιού. Η επικοινωνία αυτή μεταξύ των βαθύτερων τμημάτων του φλοιού και της επιφάνειας του εδάφους ήταν έκδηλη από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) μετά από σεισμούς, αλλά μέχρι τώρα αυτό παρατηρούνταν σχεδόν αποκλειστικά σε περιοχές με έντονη μαγματική δράση. Μετά τον καταστροφικό σεισμό του Gorkha (μέγεθος Mw 7.8), που έλαβε χώρα στις 25 Απριλίου 2015 στις παρυφές των Ιμαλαΐων στο Νεπάλ, επιστήμονες από τη Γαλλία, το Νεπάλ και την Ιταλία κατέγραψαν για πρώτη φορά θεαματικές μη-ηφαιστειακές εκπομπές CO2 και υδροθερμικές διαταραχές (Εικ. 1).
Συγκεκριμένα, έως και αρκετούς μήνες μετά το σεισμό, οι επιστήμονες μέτρησαν σημαντικές εκπομπές CO2 σε τοποθεσίες που απείχαν μεταξύ τους τουλάχιστον 10 χιλιόμετρα. Αυτές οι μη ηφαιστειακές εκπομπές CO2 χαρακτηρίζονται από ραδιογόνο ήλιο, υψηλή περιεκτικότητα σε ραδόνιο και ισοτοπικές συνθέσεις άνθρακα, που υποδηλώνουν παραγωγή CO2 από μεταμορφωμένα πετρώματα που βρίσκονται σε βάθος μεγαλύτερο των 5 χιλιομέτρων. Οι μετρήσεις δείχνουν αδιαμφισβήτητες μεταβολές στις υδροθερμικές εκκενώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της πλήρους παύσης τους.
Οι παρατηρήσεις αυτές αποδεικνύουν ότι τα υδροθερμικά συστήματα των Ιμαλαΐων είναι ευαίσθητα σε συσσεισμικές και μετασεισμικές παραμορφώσεις του φλοιού της Γης, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε εφήμερη, και με μεγάλη μεταβλητότητα, απελευθέρωση CO2.
Σχετική Δημοσίευση
Girault, F. et al. (2018). Persistent CO2 emissions and hydrothermal unrest following the 2015 earthquake in Nepal. Nat. Commun. 9, 2956, https://doi.org/10.1038/s41467-018-05138-z.