Ημέρα της Γης, μία ηθική προσέγγιση της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) όρισε το 2009 την 22α Απριλίου ως Ημέρα της Γης, με στόχο την ευαισθητοποίηση του πολίτη σε θέματα διαχείρισης και προστασίας του περιβάλλοντος. Εμπνευστής της Ημέρα της Γης ήταν ο Αμερικανός γερουσιαστής Gaylord Nelson, μετά από την τεράστια καταστροφή που προκάλεσε πετρελαιοκηλίδα το 1969 στη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Ο Nelson καλλιέργησε και προώθησε την ιδέα “εκπαίδευση για το περιβάλλον” που αποτέλεσε την απαρχή του περιβαλλοντικού κινήματος διεθνώς και οδήγησε στις 22 Απριλίου 1970 στη διαμαρτυρία 20 εκατομμυρίων πολιτών (με ενεργή συμμετοχή φοιτητών και ακαδημαϊκών) για ένα βιώσιμο περιβάλλον. Η δυναμική αυτή δεν ήταν τυχαία, καθώς η ακαδημαϊκή κοινότητα είχε ήδη θέσει ερωτήματα και είχε εκφράσει ανησυχίες για την προστασία του περιβάλλοντος, καλλιεργώντας ένα ρεύμα φιλοσοφικής προσέγγισης και θέτοντας τις βάσεις της περιβαλλοντικής ηθικής. Η περιβαλλοντική ηθική είναι η επιστήμη που μελετά την ηθική σχέση των κοινωνικών μονάδων με το περιβάλλον στο οποίο βιώνουν, δηλαδή την αξία και την ηθική θέση των ανθρώπων προς το περιβάλλον και μπορεί να θεωρηθεί μια υποενότητα της περιβαλλοντικής φιλοσοφίας. Την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής ηθικής επηρέασαν διαχρονικά επιστημονικές δημοσιεύσεις και εκδόσεις στη διεθνή βιβλιογραφία.
Προοίμιο της ηθικής του περιβάλλοντος αποτέλεσε το 1949 το δοκίμιο “A Sand County Almanac” του Aldo Leopold που αναφέρει “ότι η Γη είναι μια κοινότητα, είναι η βασική έννοια της οικολογίας, αλλά το ότι η Γη πρόκειται να αγαπηθεί και να γίνει σεβαστή είναι μια επέκταση της ηθικής. Ένα πράγμα είναι σωστό: αυτό που τείνει να συντηρήσει την ακεραιότητα, τη σταθερότητα και την ομορφιά της βιοτικής κοινότητας. Είναι λανθασμένο ότι τείνει αλλιώς.” Ο Leopold εισάγει για πρώτη φορά τον όρο Land Ethic, προσδιορίζοντας τις φιλοσοφικές ρίζες της οικολογικής κρίσης και επεκτείνει την ηθική ανησυχία στο μη ανθρώπινο περιεχόμενό του φυσικού περιβάλλοντος, θεωρώντας τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Οι απόψεις του αποτέλεσαν πρόκληση και ευκαιρία για τους θεωρητικούς της φιλοσοφίας να επινοήσουν μία νέα ηθική θεωρία για να δικαιολογήσουν την ανάγκη της συντήρησης της ακεραιότητας, της σταθερότητας και της ομορφιάς της βιόσφαιρας.
Σχεδόν μία εικοσαετία αργότερα, δημιουργεί αίσθηση η διαφορετική προσέγγιση για τη σχέση ανθρώπου – περιβάλλοντος που δίνεται από τον ιστορικό Lynn White στο άρθρο “The Historical Roots of our Ecologic Crisis” το 1967. Ο White θεωρεί πως η σύγχρονη (της εποχής του) επιστήμη είναι μια προέκταση της χριστιανικής θεολογίας, η οποία συνειδητοποιεί την υπερβατικότητα του ανθρώπου και την κυριαρχία του πάνω στη φύση και γι’αυτό η επιστήμη και η τεχνολογία δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Ως πιθανή λύση προτείνει την απαλλαγή της επιστήμης από την ανθρωποκεντρική θεώρηση της φύσης.
Την ίδια εποχή (1968) δημοσιεύεται το ιδιαίτερα επιδραστικό άρθρο “Τhe tragedy of commons“ του Garrett Hardin, που αρχικά σχολιάζει την άποψη που είχαν διατυπώσει οι J.B. Wiesner και H.F. York στο άρθρο τους με τίτλο (National Security and the Nuclear-Test Ban) πως οι τεχνικές λύσεις δεν αποτελούν τη λύση σε πρόβλημα όπως ένας πυρηνικός πόλεμος. Ο Hardin επιθυμεί με αυτόν τον τρόπο να στρέψει την προσοχή όχι στον τίτλο του άρθρου, αλλά στο είδος του συμπεράσματος , δηλαδή ότι δεν υπάρχει καμία τεχνική λύση στο πρόβλημα, υπονοώντας πως μια τεχνική λύση είναι εκείνη που απαιτεί μια αλλαγή όχι μόνο στις τεχνικές των φυσικών επιστημών αλλά και μία αλλαγή στις ανθρώπινες αξίες ή τις ιδέες της ηθικής. Χρησιμοποιώντας μεταφορικό λόγο διατυπώνει την ανταγωνιστική σχέση θερμίδων συντήρησης και θερμίδων εργασίας που οδηγεί στην τραγωδία: κάθε άτομο να είναι κλειδωμένο σε ένα σύστημα που τον αναγκάζει να αυξήσει το “κοπάδι” του χωρίς όριο σε έναν κόσμο όμως που είναι περιορισμένος.
Στην έξαρση του περιβαλλοντικού κινήματος το 1972, ο James Lovelock, δημοσιεύει τη Θεωρία της Γαίας ορίζοντας τη Γη ως ενιαίο αυτορυθμιζόμενο σύστημα, η οποία υπόκειται ως σήμερα σε κριτική. Από τις κύριες κριτικές αποτελούν, αυτή της διαστημικής έρευνας που προσδιορίζει τον ήλιο ως πηγή βασικής έρευνας καταρρίπτοντας το επιχείρημα της αυτορύθμισης του γήινου συστήματος και εκείνη των μοντέλων της κλιματικής αλλαγής που δεν επιτρέπουν το ρυθμιστικό ρόλο στη χλωρίδα και την πανίδα. Μία πιο σύγχρονη προσέγγιση αποτελεί η Θεωρία της Υπερθάλασσας (Mc Menamin et al., 1994) η οποία υπόκειται επίσης σε πλήθος κριτικών, καθώς εισάγει τη βιογεωφυσική οντότητα της Γης με θαλάσσια προέλευση. Πρέπει να σημειωθεί πως τα τελευταία 50 έτη έχουν προταθεί πλείστες θεωρίες προσέγγισης της σχέσης του ατόμου με το περιβάλλον οι οποίες δεν είναι εφικτό να παρουσιαστούν στο σύνολο τους στο εισαγωγικό αυτό άρθρο (π.χ. Βαθιά Οικολογία, Κοινωνική Οικολογία, Οικοφεμενισμός).
Ως επιστέγασμα του περιβαλλοντικού κινήματος της δεκαετίας του 1970, αναπτύχθηκε διεθνώς ένας νέος ερευνητικός κλάδος γνωστός ως Environmental Ethics, που καθιερώθηκε με την έκδοση ακαδημαϊκών περιοδικών εστιασμένα σ’ αυτόν, όπως το Environmental Values, το Ethics and the Environment και το Journal of Agricultural and Environmental Ethics.
To αντικείμενο της Περιβαλλοντικής Ηθικής, αποτελεί σήμερα βασική ενότητα της έρευνας για την Κλιματική Αλλαγή, το Περιβάλλον και τις Φυσικές Επιστήμες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Πράσινη Χημεία (Green Chemistry). Η Πράσινη Χημεία δεν είναι νέος κλάδος της Χημείας αλλά µία νέα φιλοσοφία, που χρησιμοποιεί τα εργαλεία της Χημείας, περιλαμβάνει όλους τους τομείς της και διέπεται από ένα σύνολο αρχών, με την εφαρμογή των οποίων μειώνεται ή εξαλείφεται η χρήση και η δημιουργία επικίνδυνων ουσιών στις διεργασίες σχεδιασμού, παραγωγής και εφαρμογής των χημικών προϊόντων (Clark, 2002). Τα τελευταία χρόνια η Πράσινη Χημεία βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, αφού ακόμα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αναφέρονται σε αυτήν ως τη μεγάλη επανάσταση στη Χημεία, όπως παρατηρεί ο Καθηγητής James Clark, στον οποίο απενεμήθη το 2018 το Green Chemistry Award από την EPA.
H σύγχρονη πρόκληση στο πεδίο της Περιβαλλοντικής Ηθικής είναι η προσέγγιση της Κλιματικής Αλλαγής, καθώς ζητήματα δεοντολογίας δεν έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς στις συζητήσεις για την αλλαγή του κλίματος (Buchs, 2011). Αυτό γίνεται αντιληπτό από το 2004, με την ίδρυση του συνεργατικού προγράμματος The Collaborative Program on the Ethical Dimensions of Climate Change (EDCC) στο Buenos Aires, στα πλαίσια του 10th Conference of Parties to the United Nations Framework Convention on Climate Change. Στόχοι του EDCC μεταξύ άλλων αποτελούν, η ανάπτυξη διεπιστημονικής προσέγγισης για την έρευνα σχετικά με τις ηθικές διαστάσεις της κλιματικής αλλαγής, η υποστήριξη δημοσιεύσεων που εξετάζουν τις ηθικές διαστάσεις της κλιματικής αλλαγής και η κατανόηση των ηθικών διαστάσεων της κλιματικής αλλαγής, μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής και του ευρύτερου κοινού.
Από την παράθεση των παραπάνω δημοσιεύσεων, γίνεται αντιληπτό ότι από τις απαρχές του περιβαλλοντικού κινήματος μέχρι σήμερα, το κοινό σημείο σε όλες τις προσεγγίσεις της ηθικής σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον είναι η αλληλεπίδραση, καθώς ο άνθρωπος δεν αποτελεί μία αυτόνομη μονάδα σε ένα φυσικό μοτίβο αλλά ένα ενεργό μέρος που μεταβάλλεται μαζί του.
Σημείωση: Οι δράσεις και οι εκδηλώσεις για τη Ημέρα της Γης, συντονίζονται παγκοσμίως από το Earth Day Network, όπου για το 2019 το θέμα είναι “Protect Our Species”
Βιβλιογραφία
Buchs, M., Bardsley, N. and Duwe, S. (2011). Who bears the brunt? Distributional effects of climate change mitigation policies. Critical Social Policy, Vol. 31, pp. 285–307
Clark, J. & Monquarrie, D. (2002). Handbook of Green Chemistry and Technology. Blockwell Science Ltd. DOI:10.1002/9780470988305
Hardin G. (1968). The Tragedy of the Commons, Science, Vol. 162.
Leopold, A. (1949). A Sand County Almanac, Oxford: Oxford University Press.
Lovelock J. E. (1972). Gaia as seen through the atmosphere. Atmospheric Environment 6 (8): 579–580. doi:10.1016/0004-6981(72)90076-5
McMenamin Mark A. S. & Dianna L. McMenamin (1994). Hypersea – Life on Land. Columbia University Press.
Wenz, P. (2000). Environmental Ethics Today. Oxford, UK: Oxford University Press.
White, L. (1967). The Historical Roots of Our Ecological Crisis, Science, 55:1203-1207 reprinted in Schmidtz and Willott 2002.
Wiesner J. B. & York F. H. (1964). National Security and the Nuclear-Test Ban Scientific American, Vol. 211, No. 4, pp. 27-35.
Ζουμπούλης Α.Ι., Πελέκα Ε.Ν., Τριανταφυλλίδης Κ.Σ. (2015). Πράσινη Χημεία και Τεχνολογία στη Βιώσιμη Ανάπτυξη. http://hdl.handle.net/11419/2320 Hellenic Academic Libraries.